Ο ελεγκτής της τρόικας που ερωτεύθηκε μια Αθηναία. Για χάρη της έγραψε ευνοϊκή οικονομική έκθεση για την Ελλάδα που τελικά πτώχευσε!
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ατελείωτες είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που ως εκπρόσωποι των ξένων μεγάλων δυνάμεων και των δανειστών μας ανέλαβαν να ελέγξουν τα οικονομικά της χώρας μας από την εποχή του Όθωνα μέχρι τις ημέρες μας.
Στόχος τους ήταν ανέκαθεν να καταγράψουν την πραγματικότητα, πάντα εν μέσω εξαιρετικά δυσχερών συνθηκών, και μέσω των εκθέσεων και των πορισμάτων τους να παραδώσουν τη μικρή χώρα στα χέρια των «σταυρωτήδων» της.
Και μπορεί να «είναι μία αξιοθρήνητος ιστορία τα εξωτερικά χρέη της Ελλάδος», όπως έγραφε ήδη από το 1847 ο Casimir Leconte, αλλά ταυτόχρονα είναι η χώρα που προκαλούσε και προκαλεί παθιασμένα ανθρώπινα συναισθήματα.
Η Ελλάδα λειτουργεί σαν την Ιθάκη του κόσμου. Ακόμη και αυτοί που επισκέφθηκαν τη χώρα διαχρονικά για να την ελέγξουν προσελκύσθηκαν από τα κάλλη, τις φυσικές ομορφιές και τους ανθρώπους της.
Ο «σκληρός» Άγγλος ελεγκτής και πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα
Sir Thοmas Wyse άφησε την τελευταία πνοή του στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του πλουσιότατο και εν πολλοίς άγνωστο περιηγητικό έργο.
Ο επίσης πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα και ελεγκτής της οικονομικής πορείας της A. Ozeroff αγάπησε την Αθήνα και άφησε πίσω του τη γνωστή εκκλησία της Αγίας Ζώνης στην Αθήνα. Αμφότεροι έδρασαν την τελευταία περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, υπήρξαν άτεγκτοι στο έργο τους, ίσως πολλές φορές ιδιαίτερα αυστηροί με τη δημοσιονομική ελληνική πραγματικότητα.
Αλλά γνωστότερος όλων υπήρξε ο Εδουάρδος Φιτζέραλντ Λόου, ο οποίος έδρασε πολλά χρόνια αργότερα, μαγεύτηκε από τις ομορφιές της χώρας αλλά ακόμη περισσότερο από τα κάλλη της Αθηναίας Αικατερίνης Χατζοπούλου, την οποία και παντρεύτηκε.
Οι ευοίωνες προοπτικές με τις οποίες ήθελε να βλέπει την Ελλάδα, τον οδήγησαν να πέσει έξω σε όλες τις προβλέψεις του!
Ο Εδουάρδος Λόου, του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Edward Fitz Gerald Law, γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1846 στην Ιρλανδία από οικογένεια σκωτικής καταγωγής. Τόσο ο παππούς του όσο και ο πατέρας του ήταν τραπεζίτες και ουδέποτε ανεμίχθησαν με την πολιτική. Ο ίδιος δεινός επιστήμονας και διακεκριμένος οικονομολόγος, μέχρι τα 46 χρόνια αντιμετώπιζε την Ελλάδα αρνητικά. Για εκείνον ήταν η μοναδική χώρα που δεν τον ενδιάφερε καθόλου.
Κι όμως, η Ελλάδα έμελλε στην πορεία να συνδεθεί άρρηκτα με το όνομά του. Χαρακτηριστική μάλιστα ήταν η αντίδρασή του όταν το 1892 και ενώ βρισκόταν σε άδεια αναψυχής στην Ισλανδία, έλαβε ένα τηλεγράφημα από το Υπουργείο Εξωτερικών που τον διέταζε να μεταβεί εσπευσμένα στην Ελλάδα:
"Να με πάρουν απ’ εδώ για την Ελλάδα! Πώς να μεταβή κανείς εις αυτήν την χώραν;
Ουδέποτε εσκέφθην της υπάρξεώς της»! Το μόνο βέβαια που ανεγνώριζε στους Έλληνες ήταν η υπερηφάνεια τους για το μέγα παρελθόν τους".
Όταν ο Λόου έφτασε στην Ελλάδα, οι σχέσεις της με τη Δυτική Ευρώπη είχαν ψυχρανθεί. Οι περιορισμοί που της είχαν επιβάλει οι Δυνάμεις ήταν τέτοιοι που ουσιαστικά κατέστησαν αδύνατη την ευμάρεια, ενώ το εμπόριο και η γεωργία βρίσκονταν σε δευτερεύουσα μοίρα. Η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη είχε να αντιμετωπίσει ένα σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα. Τα ταμεία ήταν άδεια, το έλλειμμα του ετήσιου προϋπολογισμού πολύ μεγάλο και η ανάγκη σύναψης δανείου από την Ευρώπη αμεσότατη. Στις διαπραγματεύσεις που θα ξεκινούσαν για το νέο δάνειο κλήθηκε ο Λόου να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Βέβαια η έλευσή του δεν αντιμετωπίσθηκε θετικά από την κοινή γνώμη, αφού ερχόταν ως πρόεδρος της Τρόικας εκείνης της εποχής και μια ξένη ανάμιξη ήταν φυσικό να δημιουργεί μια δυσάρεστη αίσθηση.
Μέσα σε πολύ λίγο διάστημα ο Λόου «εγκλιματίστηκε». Από τη μία κατέγραφε με λεπτομέρεια την οικονομική κατάσταση της χώρας και από την άλλη απολάμβανε τη ρομαντική κοσμικότητα των Αθηνών και κέρδιζε τη θετική άποψη του βασιλιά Γεώργιου Α’. Στην Έκθεση που συνέταξε κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το Ελληνικό Δημόσιο δαπανά χρήματα τα οποία δεν διαθέτει, ότι οι αιτίες της κρίσης έγκεινται στις στρατιωτικές δαπάνες και την κακή διαχείριση του δημόσιου κορβανά, συμβούλευε για αύξηση της φορολογίας και θεωρούσε επιβεβλημένη τη λήψη δανείου. Το εντυπωσιακότερο όλων, όμως , ήταν πως παρ’ όλα αυτά εξέφρασε την πεποίθηση ότι «θα λάβει την καλλιτέραν όψιν η μέλλουσα ευμάρεια της Ελλάδος. Και τούτο χάριν της αμέμπτου και ανεκτιμήτου ακεραιότητος των πολιτικών ανδρών όλων των πολιτικών αποχρώσεων»!
Με την Έκθεσή του μπορεί να αποκατέστησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, όμως λίγο αργότερα η πτώχευση του 1893 ήρθε να διαψεύσει παντελώς τις εκτιμήσεις του.
Ασφαλώς οι εκτιμήσεις αυτές επηρεάστηκαν από τον έρωτά του για την Αικατερίνη Χατζοπούλου, την οποία παντρεύτηκε σχεδόν κρυφά ώστε να αποφύγει την κατηγορία ότι μερολήπτησε υπέρ της Ελλάδος. Η Αικατερίνη Χατζοπούλου ήταν κόρη του Νομάρχη Αττικοβοιωτίας Νικόλαου Χατζόπουλου. Αδελφός της υπήρξε ο αρχηγός της Στρατιάς Γ. Χατζανέστης –είχε αλλάξει το επώνυμό του λόγω συνωνυμίας–, ένας από τους έξι εκτελεσθέντες του 1922.
Η Αικατερίνη ήταν πανέμορφη, έξυπνη αλλά και εξαιρετικά φιλόδοξη. Σύχναζε στους κοσμικούς κύκλους των Αθηνών και ήδη είχε στο ενεργητικό της έναν ατυχή γάμο με τον Έλληνα εφοπλιστή της Μασσαλίας Γεώργιο Μαύρο.
Ο γάμος της με τον Σερ Εδουάρδο Λόου της χάρισε τον τίτλο της Λαίδης. Εκτοτε τριγυρνούσε πάντα με το «κουπέ» της που είχε χαραγμένο στις πόρτες του το οικόσημο των Λόου.
Ωστόσο, ο φιλέλληνας άντρας της πέθανε το 1908 και σύμφωνα με την επιθυμία του μεταφέρθηκε για να ταφεί με μεγάλες τιμές στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών. Ο Δήμος Αθηναίων έσπευσε να δώσει σε μία αθηναϊκή οδό το όνομά του, και η «Λαίδη Λω», όπως έγινε ευρέως γνωστή φορώντας μακριά φουστάνια σε μοβ μουσελίνα και τεράστιες δαντελλένιες «σαρλόττες», εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό της στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου και μετατράπηκε σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές κοσμικές φυσιογνωμίες της εποχής.
Στα 60 της χρόνια ερωτεύθηκε εκ νέου τον κατά τριάντα χρόνια νεότερό της αρρενωπό και σωματώδη διευθυντή της Αστυνομίας και της Αγορανομίας Γεώργιο Δ. Πειρουνάκη. Δεν δίστασε, διατηρώντας σύμφωνα με τα αγγλικά έθιμα τον τίτλο της «Λαίδης Λω», να παντρευτεί τον «Ερμή» της και να ζήσει μαζί του μέχρι το τέλος. Παραμένοντας εκκεντρική, σπάταλη και αγέρωχη. Αντικατέστησε το λαντώ της με μία Μερσεντές ειδικής παραγγελίας και αντίθετα με όσα έχουν γραφεί απεβίωσε τον Απρίλιο 1940. Ευτυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει την Κατοχή και τον πελοποννησιακής καταγωγής Γ. Πειρουνάκη να διατελεί Γενικός Γραμματέας Επισιτισμού στις κατοχικές κυβερνήσεις και το 1943 Υφυπουργός Επισιτισμού. Συνελήφθη μετά την αποχώρηση των Γερμανών και εκτελέστηκε από Ελασίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου