Μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ομιλία διαβάσαμε απο τον Χρ . Χωμενίδη και σας την παρουσιάζουμε για προβληματισμό.
"Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι απόψε ανάμεσα σας. Χαίρομαι που σε μία συγκυρία σαν ετούτη που βιώνουμε στην πατρίδα μας...
–συγκυρία κομβική, η οποία θα κρίνει το μέλλον το δικό μας και όσων έρχονται ύστερα από εμάς- ενδιαφερθήκατε για την προσωπική μου οπτική απέναντι σε ό,τι μάς συνέβη, ό,τι μάς συμβαίνει και ό,τι πιθανόν θα μάς συμβεί. Δεν θα διεκδικήσω, μιλώντας σας, δάφνες πρωτοτυπίας. Οι αφετηρίες και οι διαδρομές μας, οι θρίαμβοι και οι πανωλεθρίες μας στάθηκαν αν όχι κοινοί, σίγουρα πάντως παρόμοιοι. Η εμπειρία μας είναι εν πολλοίς συλλογική. Αυτοβιογραφούμενος ο καθένας μας, βιογραφεί σε μεγάλο βαθμό τη γενιά του. Δρώντας κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αναλαμβάνει την ευθύνη της.
Ονομάζομαι Χρήστος Χωμενίδης. Είμαι σαρανταεπτά ετών και έχω ζήσει, κατά τη διάρκεια του βίου μου, σε αρκετές διαφορετικές χώρες. Σε αρκετές διαφορετικές Ελλάδες. Η σχέση μεταξύ τους, το πώς η κάθε μία εγκυμονούσε την επόμενη της, το πώς η κάθε επόμενη Ελλάδα σκότωνε την προηγούμενή της, την αφάνιζε και την εξαφάνιζε με περιφρόνηση και στη συνέχεια την αναπολούσε και την εξιδανίκευε, η αλυσσίδα αυτή των φονικών και των αγιοποιήσεων αποτελεί την εθνική μας τραγωδία. Εγώ έχω γνωρίσει μόνο τους πιο πρόσφατους κρίκους της. Για αυτούς θα σας μιλήσω.
Συγγραφέας ων, δεν θα σας παραθέσω αριθμούς και στατιστικές. Δεν θα σας αναπτύξω θεωρίες κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής υφής. Θα προσπαθήσω να σας δώσω στιγμιότυπα και εικόνες. Να ζωντανέψω την ατμόσφαιρα –δηλαδή το μεδούλι- της κάθε εποχής, να το ανασύρω από τη μνήμη σας και να το στήσω εμπρός σας για να συνδιαλλαγείτε μαζί του. Δεν πρόκειται για μιαν άσκηση νοσταλγίας. Μα για την εικασία ότι στα κρίσιμα, στα καθοριστικά βιώματα του καθενός μπορεί να ανιχνευθούν οι οδηγίες πλεύσης για το μέλλον.
27 Οκτωβρίου 1972. Το «Όχι» του 1940 απέχει τριανταδύο χρόνια, λιγότερα από όσα μάς χωρίζουν σήμερα από την Μεταπολίτευση. Είμαι μαθητής της Πρώτης Δημοτικού και στο σχολείο έχουμε γιορτή. Οι χάρτινες σημαιούλες εναλλάσσονται με το «πουλί» της Χούντας. Η φωτογραφία του Γεωργίου Παπαδοπούλου κρέμεται κορνιζαρισμένη σε κάθε τάξη, όπως και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Στους κεντρικούς δρόμους της Αθήναν αναβοσβήνουν διαφημίσεις της κόκα-κόλα, η οποία μόλις διαδίδεται στην Ελλάδα, καθώς και συνθήματα του καθεστώτος. «Κάθε πόλη και γήπεδο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» - το αθλητικό ιδεώδες βρίσκεται στο ζενίθ του, ιδίως μετά τη θριαμβευτική πορεία του Παναθηναϊκού, που τον οδήγησε να αντιμετωπίσει τον Άγιαξ στον Τελικό του Κυπέλου Πρωταθλητριών την περασμένη μόλις σεζόν. (Δεκαετίες αργότερα, η Δέσποινα Παπαδοπούλου, χήρα του δικτάτορα, θα ισχυριστεί πως ο ημιτελικός με τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για το Γουέμπλεϋ, ήταν στημένος…) Το έτερο ιδανικό της Χούντας είναι το «Τάμα του Έθνους». Είχαν υποσχεθεί –υποτίθεται- οι αγωνιστές του 1821 στον Ιησού Χριστό πως αν τους ελευθέρωνε, θα ανέγειραν μεγαλοπρεπέστατο, κολοσσιαίο Ναό. Η 21η Απριλίου, η οποία παρουσιάζεται σαν η συνέχεια της 25ης Μαρτίου, κινητοποιεί τους Έλληνες προς την εκπλήρωση του τάματος. «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, στα Τουρκοβούνια θα αποτελέση» διακηρύσσει «το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον βυζαντινό Λυκαβηττό…» Διενεργούνται έρανοι, δεσμεύονται κονδύλια από το δημόσιο ταμείο. Κάποιος συνταξιούχος προσφέρει στον «άγιο σκοπό» ολόκληρο το εφ’άπαξ του και λαμβάνει τα συγχαρητήρια του κυρίου πρωθυπουργού. Οι αστέρες, αντιθέτως, της εποχής –τραγουδιστές και ηθοποιοί της επιθεώρησης- μπορεί να συμμείχαν κατά ανατριχιαστικά μεγάλο ποσοστό στις γιορτές της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο, δεν έδωσαν ωστόσο ούτε ένα νυχτοκάματο για να αγοραστεί μια εικόνα, ένα καντήλι έστω για το Τάμα…
27 Οκτωβρίου 1972. Με το πέρας της γιορτής σχολάμε και καθώς αμφότεροι οι γονείς μου δουλεύουν, με παραλαμβάνει η θυρωρός της πολυκατοικίας μας. Ζούμε στην Κυψέλη, στην οδό Δροσοπούλου 4. Κατά τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής μου, έχουμε αλλάξει τρία σπίτια, έχουμε περιοριστεί από το πεντάρι στο τεσσάρι και τελικά σε ένα τριάρι, το οποίο είναι τουλάχιστον ρετιρέ με λοξή θέα στο Πεδίον του Άρεως. Η εστία μας συρρικνώνεται για λόγους καθαρά πολιτικούς: Ο πατέρας μου, δικηγόρος εργατικών σωματείων, έχει δει τον κύκλο εργασιών του να στενεύει ως σχεδόν το μη παρέκει μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, το οποίο απαγόρευσε τον συνδικαλισμό. Η μάνα μου, ιδιαιτέρα γραμματεύς σε μεγάλη επιχείρηση, νοιώθει μονίμως τη δαμόκλεια σπάθη τής απόλυσης πάνω από το κεφάλι της, εφόσον αρνείται να αποκηρύξει τον παππού μου που –ως πρώην βουλευτής της Αριστεράς- είναι πολιτικός κρατούμενος. Παρ’όλ’αυτά, οι γονείς μου δεν εμφορούνται από το αντιστασιακό φρόνημα, στη συνήθη τουλάχιστον εκδοχή του: Το μπομπινόφωνο που δεσπόζει στο σαλόνι μας δεν παίζει κεκλεισμένων των θυρών Θεοδωράκη αλλά Αλμπινόνι, Μπητλς, Ντύλαν και Σαββόπουλο. Στα ράφια της βιβλιοθήκης δεν βλέπει κανείς το «Πώς Δενότανε το Ατσάλι» ή το «Ένα Παιδί Μετράει τα Άστρα» του Λουντέμη μα τα «Ανέκδοτα Ποίηματα» του Καβάφη, το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν και τα Άπαντα του Φραντς Κάφκα. «Κάθε Επανάσταση Εξατμίζεται και Αφήνει ένα Κατακάθι Γραφειοκρατίας» είναι η φράση του Κάφκα που έχει γράψει ο πατέρας μου με μαύρη τέμπερα πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, την οποίαν μάζεψε από την πλαζ της Βουλιαγμένης.
27 Οκτωβρίου 1972. Η θυρωρός της πολυκατοικίας μας λέγεται κυρία Ελισάβετ. Είναι τριαντάρα, βαθυμελάχροινη, νταρντάνα. Περπατώντας στο πλάι της, ακούω τους οικοδόμους από τα γιαπιά να τη σφυρίζουν και κατά βάθος καμαρώνω που το «μανουλομάνουλο» -όπως την αποκαλούν- κρατάει το δικό μου χέρι. «Θα πάμε στον αδελφό μου ένα καλάθι που έστειλαν οι δικοί μας απ’το χωριό» μού ανακοινώνει. «Γιόρταζε εχθές, θα του ψωνίσουμε και γλυκά να κεράσει…» Ενώ βρισκόμαστε μέσα στο ζαχαροπλαστείο, καβαλάει το πεζοδρόμιο ένα στρατιωτικό τζιπ. Δυό Εσατζήδες πηδάνε από μέσα, θεώρατοι, με τα πηλίκια να τους φτάνουν ως τα φρύδια, εισβάλλουν και μάς τρώνε τη σειρά. Διαλέγουν πάστες, κρουασάν, σιροπιαστά… Ο ζαχαροπλάστης τούς αντιμετωπίζει με δέος, τους πακετάρει -τρέμοντας σχεδόν- ό,τι του δείχνουν. Για να πληρώσουν, βέβαια, ούτε λόγος – «κερασμένα!» λέει ο καταστηματάρχης. Ο μέσος άνθρωπος δεν αντιστάθηκε καθόλου στη δικτατορία, το πολύ-πολύ να ψιθύρισε κανένα ανέκδοτο για τη φαλάκρα του Παττακού. Η δημοφιλία του Αλέκου Παναγούλη, το παλλαϊκό υποτίθεται Έπος του Πολυτεχνείου είναι μύθοι που πλάστηκαν εκ των υστέρων, προς εξιλέωσιν…
Μπαίνουμε με την κυρία Ελισάβετ σε ένα λεωφορείο. Διασχίζουμε το κέντρο, κατηφορίζουμε την Πειραιώς, παίρνουμε την Ιερά Οδό. Ο αέρας βαραίνει από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και από τα φουγάρα. Από το Γκάζι μέχρι τον Ασπρόπυργο, η Αθήνα είναι βιομηχανική ζώνη. Πλεκτήρια, βαφεία, μηχανουργεία… Το εργοστάσιο αεριόφωτος λειτουργεί ακόμα. Τα ρούχα και τα παπούτσια που πουλιούνται στην Ελλάδα είναι, πλην εξαιρέσεων, εγχώριας κατασκευής, τι κι αν οι ετικέτες τους έχουν λατινικά ψηφία – “Zita Hellas”, “Trikopi”… Ο αδελφός της κυρίας Ελισάβετ δουλεύει φαναρτζής σε ένα συνεργείο, σε έναν παράδρομο της Ιεράς Οδού που έχει παραπήγματα, περιβόλια και κοτέτσια. Μάς υποδέχεται με μια φόρμα βουτηγμένη στο γράσσο κι ένα τσιγάρο κολημμένο στα χείλη. Το τρανζίστορ του συνεργείου παίζει στη διαπασών Τόλη Βοσκόπουλο. Στους τοίχους καμαρώνουν ημερολόγια της “Pirelli” με ζουμερά, ημίγυμνα κορίτσια. Τα μαστόρια συνωστίζονται γύρω μας για να φάνε τις πάστες και να ευχηθούν στον Μήτσο. Η κυρία Ελισάβετ παίρνει έπειτα τον αδελφό της παράμερα, τον βγάζει στην αυλή για να μην τους ενοχλεί δήθεν ο σαματάς. Τους παρακολουθώ από απόσταση. Λογοφέρνουν. Σε μια στιγμή ο Μήτσος αστράφτει ένα χαστούκι στην κυρία Ελισάβετ. Ολοφυρόμενη εκείνη με αρπάζει από το πέτο, βγαίνουμε τρέχοντας από το συνεργείο, σταματάμε ταξί, μιξοκλαίει η κυρία Ελισάβετ στο γυρισμό για την Κυψέλη κι εγώ –μη βρίσκοντας τρόπο να την παρηγορήσω- αδημονώ να βρεθούμε στο υπόγειο της, να μού τηγανίσει πατάτες, να ανάψουμε τηλεόραση (στο δικό μου σπίτι δεν έχουμε τηλεόραση για λόγους αρχής) και να δούμε τον «Άγνωστο Πόλεμο»…
Χρόνια αργότερα μού αποκαλύφθηκε πως η κυρία Ελισάβετ είχε μείνει –ανύπανδρη ούσα- έγκυος. Ο αδελφός της αρνήθηκε να την υποστηρίξει και όταν η κοιλιά της φούσκωσε, η πολυκατοικία μάζεψε υπογραφές και την απέλυσε. Θυμίζει ασπρόμαυρο κινηματογραφικό μελόδραμα, πρόκειται όμως –σάς το ορκίζομαι- για περιστατικό από την παιδική μου ηλικία…
Εικοσιεπτά χρόνια αργότερα. 26 Σεπτεμβρίου 1989. Είμαι τριτοετής φοιτητής στη Νομική Αθήνας. Περνάω συχνά τα βράδια στο σπίτι της τότε αγαπημένης μου, στο Παγκράτι. Οι γονείς της -δεξιών πολιτικών αντιλήψεων, ανοιχτών όμως οριζόντων- προτιμούν «να κοιμούνται τα παιδιά εδώ παρά να τρέχουν στα βρωμοξενοδοχεία». Η μαμά της μάς στίβει χυμούς για πρωινό για να αντιμετωπίσει, δήθεν, «τη ζημιά που μάς κάνουν παλιοτσίγαρα…» Καπνίζουμε όντως και πίνουμε αρκετά – το κάπνισμα επιτρέπεται μέχρι και στα αμφιθέατρα της Σχολής, στα οποία έτσι κι αλλιώς αραιά πατάμε, αφού δεν είμαστε ούτε σπασίκλες ούτε συνδικαλιστές. Η παρακολούθηση των παραδόσεων είναι προαιρετική, εάν κάνεις τα διδακτικά εγχειρίδια φύλλο και φτερό ξεκινώντας ένα μήνα πριν από την έναρξη της Εξεταστικής, περνάς τα μαθήματα «αέρα»…
Η Αθήνα στο κατώφλι της δεκαετίας του 1990 αποτελεί για έναν εικοσάρη τής μεσαίας τάξης πόλη μαγική. Η αντίληψη «κάθε φέτος και καλύτερα» έχει εμπεδωθεί. Έχει αποκτήσει -από το 1974, από το 1981 τουλάχιστον και εντεύθεν- ισχύ νόμου της φυσικής. Το χαρτζιλίκι μας (οι γονείς μας, παιδιά της Κατοχής, δεν διανοούνται να μάς προτρέψουν να δουλέψουμε προτού να ολοκληρώσουμε τις σπουδές μας), το χαρτζιλίκι μάς φτάνει για να πηγαίνουμε κάθε βράδυ σχεδόν σινεμά και στη συνέχεια για φαγητό σε κάποιο μεζεδοπωλείο, όπου οι κομπανίες παίζουν ρεμπέτικα, είτε σε κάποιο μπαρ, στην ευρύτερη περιοχή Κολωνακίου-Εξαρχείων. Ακούμε βέβαια και πιο ψαγμένες μουσικές, αγοράζουμε δίσκους από το “Pop 11” των Αδελφών Φαληρέα στην οδό Δημοκρίτου, ανεβαίνουμε τα καλοκαίρια στο Λυκαβηττό για τις συναυλίες, καημός μας πότε θα ξανάρθουν οι Ρόλινγκ Στόουνς στην Ελλάδα. Διαβάζουμε Ζωρζ Μπατάιγ και Τζακ Κέρουακ και σχεδιάζουμε να γυρίσουμε την Ευρώπη με το τρένο – το εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών για ένα μήνα για νέους κάτω των εικοσιπέντε κοστίζει εκατό χιλιάδες δραχμές.
26 Σεπτεμβρίου 1989. Ενώ το ιστορικό πείραμα του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, η «Περεστρόικα» και η «Γκλάσνοστ», οδηγεί στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ το Τείχος του Βερολίνου τρίζει για να γκρεμιστεί δυό μόλις μήνες αργότερα, η Ελλάδα είναι απορροφημένη απ’τα δικά της. Βιώνει εκείνο το οποίο ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος αποκάλεσε «Βρώμικο ‘89» ενώ ο πολιτικός Αθανάσιος Κανελλόπουλος «ενηλικίωση της Ελληνικής Δημοκρατίας». Η αρρώστια του Ανδρέα Παπανδρέου -που τον έστειλε στο νοσοκομείο του Χέρφιλντ και άφησε τον Μένιο Κουτσόγιωργα στο πόδι του-, το σκάνδαλο του Γιώργου Κοσκωτά –που τον έστειλε στις φυλακές του Σάλεμ-, τερμάτισαν προσωρινά την πολιτική ηγεμονία του Πασόκ. Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989, η Νέα Δημοκρατία πρώτευσε, μη εξασφαλίζοντας ωστόσο την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ξεκίνησε τότε διαβουλεύσεις με τους ηγέτες της -παραδόξως ενιαίας- Αριστεράς, Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, διαβουλεύσεις οι οποίες κατέληξαν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού, με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Η εφημερίδα «Αυριανή» πουλάει 350000 φύλλα και πνέει μένεα εναντίον της «ανίερης» συμμαχίας. Ο «αυριανισμός» -η κατασυκοφάντηση των αντιπάλων, η δημοσίευση υποκλαπέντος υλικού, η ανάμειξη της πολιτικής με την πορνογραφία- βρίσκεται στο απόγειό του.
26 Σεπτεμβρίου 1989. Η μάνα μου μού τηλεφωνεί και μού ανακοινώνει καταταραγμένη ότι «σκότωσαν τον Παύλο Μπακογιάννη». Σχεδόν ταυτόχρονα ακούω τον ήχο των ελικοπτέρων που πετάνε πάνω από την Αθήνα. Πηγαίνω με τα πόδια στη Νομική και εκεί, στην οδό Ομήρου, έξω από το γραφείο του δολοφονημένου βουλευτή, αντικρίζω τις κόκκινες κηλίδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία –και ας μην έχει στείλει ακόμα προκήρυξη- ότι η «17 Νοέμβρη» βρίσκεται πίσω από το έγκλημα. Η αυτοτιτλοφορούμενη «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», για τα χτυπήματα της οποίας πανηγύριζε μέχρι τότε ένα κρίσιμο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών. Βλέποντας το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη στο πεζοδρόμιο, συνειδητοποιώ πως μια εποχή αθωότητας έχει τελειώσει.
Ένδεκα χρόνια αργότερα. 21 Ιουνίου 2000. Είμαι τριαντατεσσάρων πιά χρονών. Εδώ και μία επταετία είμαι επαγγελματίας συγγραφέας (με την έννοια ότι βιοπορίζομαι από τα βιβλία κι από τα κείμενά μου), εδώ και δύο χρόνια μεταφράζομαι στο εξωτερικό, ξεκινώντας από την Γαλλία και την Ιταλία. Η δουλειά μου, η οποία αποτελεί παράλληλα και το υπαρξιακό μου στοίχημα, νομιμοποιεί την ακόρεστή μου περιέργεια. Και μολονότι ταξιδεύω όσο συχνά μπορώ, πιστεύω ακράδαντα –και το επιβεβαιώνω διαρκώς- ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα ενδιαφέροντα μέρη του πλανήτη.
Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αλλάζει ραγδαία. Με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, μυριάδες οικονομικοί πρόσφυγες από τα Βαλκάνια και από την πρώην Σοβιετική Ένωση, έχουν συρρεύσει και προσφέρουν την εργασία τους σε τιμές εξευτελιστικές. Ο κάθε σχεδόν Έλληνας μπορεί πλέον να έχει την γηροκόμο του, την γκουβερνάντα για τα παιδιά του ή την προσωπική του πόρνη/μαιτρέσσα/νεαρότατη σύζυγο, τόσο όμορφη κι αισθησιακή όσο ούτε στα πιο τολμηρά του όνειρα δεν την είχε ποτέ δει. Ο κάθε σχεδόν Έλληνας αισθάνεται πολίτης μιας χώρας που ευημερεί και αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς. Το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται καθημερινά με καινούργιους, φαντασμαγορικούς όρους: Roaming, Cocooning, Swinging… Το κραχ του Χρηματιστηρίου –που συνέβη πριν από μερικούς μήνες- εξανέμισε μεν το επενδεδυμένο κομπόδεμα πάμπολλων ανίδεων επενδυτών, δεν επηρέασε όμως δραματικά τον τρόπο ζωής και το αξιακό σύστημα των Ελλήνων. Από το καλοκαίρι του 1999 στο καλοκαίρι του 2000, η μόνη χτυπητή αλλαγή που διακρίνεις στις πολυσύχναστες παραλίες είναι πως έχουν λείψει οι ροζ σελίδες των οικονομικών εφημερίδων. Τα beach bar ωστόσο ξεφυτρώνουν σχεδόν παντού και τα ηχεία τους δονούνται από το καινούργιο, πλήρως αποενοχοποιημένο είδος τραγουδιού, το οποίο συνδυάζει την ποπ με το μπουζούκι.
Η επιτυχία του καλοκαιριού ονομάζεται «Το Κάτι» και αποδίδει γλαφυρότατα το κυρίαρχο κλίμα: Μια κοπέλα με τη φωνή της Καίτης Γαρμπή απευθύνεται σε έναν άντρα και του απαριθμεί όλα τα αρσενικά προσόντα, τα οποία –φευ- δεν αρκούν εφόσον λείπει εκείνο «το κάτι». Ακούμε για δύο κινητά, για χλιδάτη Mercedes και σπορ διθέσια BMW, για σκουλαρίκια και τατουάζ, για κοστούμια Armani, πούρα και μπλοκ επιταγών, για μετοχές στη Σοφοκλέους και επιρροή σε κυβερνητικούς κύκλους… Το «Κάτι» ξεσηκώνει κάθε βράδυ τα πλήθη στα «ελληνάδικα» που έχουν ανοίξει στις αναδυόμενες γειτονιές και που φέρουν ως όνομα την προηγούμενη χρήση του ακινήτου: «Βαρελάδικο», «Ξυλουργείο», «Λιοτριβειό»… Εάν έκρινες από τις νυχτερινές συνήθειες των πλέον παραγωγικών ηλικιών, θα συνεπέρανες ότι οι Έλληνες είτε δεν δουλεύουν είτε έχουν το φυσικό χάρισμα να κοιμούνται ελάχιστες ώρες και να μεταβολίζουν ταχύτατα το αλκοόλ. «Αυτή είναι η Ελλάδα…» σάρκασε κάποια μέρα απογοητευμένος ο Κώστας Σημίτης. Ο ίδιος όμως είχε συμπληρώσει τέσσερα ήδη χρόνια στο τιμόνι «αυτής της Ελλάδας» κι επρόκειτο να το κρατήσει για άλλα τέσσερα.
Εάν η λέξη «Αλλαγή» χαρακτήρισε την εποχή Ανδρέα Παπανδρέου, η λέξη «Εκσυγχρονισμός» σημασιοδότησε την περίοδο Σημίτη. Ο «Εκσυγχρονισμός» προεβλήθη αν όχι σαν ιδεολογία, σίγουρα ως εθνική αφήγηση. Ο συγγραφέας και στενότατος συνεργάτης του Σημίτη, Νίκος Θέμελης έγραψε τρία ογκώδη μυθιστορήματα, τα οποία έγιναν ανάρπαστα, ιχνηλατώντας τις εκσυγχρονιστικές απόπειρες του Έθνους κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες. Αρκετοί άλλοι διανοούμενοι αλλά και άνθρωποι της πράξης επαγγέλλονταν μιαν Ελλάδα, η οποία θα κυριαρχούσε επιχειρηματικά και πολιτιστικά στην βαλκανική ενδοχώρα μα και στην έγγυς Ανατολή. Η σοσιαλιστική –κατ’όνομα τουλάχιστον- κυβέρνηση Σημίτη αγκάλιαζε την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα και αποκαλούσε τους φορείς της «Εθνικούς Πρωταθλητές». Άνοιγε νέους ορίζοντες, αν μη τι άλλο στα λόγια. Μεγάλα έργα πάντως υπήρξαν, άσχετα εάν κάποιοι αμφισβητούσαν από τότε το κόστος και τη σκοπιμότητά τους: Το Μετρό της Αθήνας, το Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Αττική Οδός, η Γέφυρα Ρίου-Αντίρριου… Ιστορικές επιτυχίες σημειώθηκαν επίσης, ακόμα και αν είχε πίσω η αχλάδα την ουρά: Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, το λιώσιμο των πάγων με την Τουρκία… Ειλικρινά δεν έχω ιδέα πού θα κατατάξει η Ιστορία τον Κώστα Σημίτη. Θα αλλάξει –εικάζω- αρκετές φορές γνώμη ώσπου να κατασταλάξει στην ετυμηγορία της.
Επιστρέφω στην 21η Ιουνίου του 2000. Σούρουπο είναι και γλυκό καλοκαιράκι κι εγώ πίνω καφέ στο μπαλκόνι μιας φίλης στην οδό Σκουφά. Ακούμε ξάφνου από το δρόμο φασαρία, σκύβουμε κι αντικρίζουμε παρέες να κατηφορίζουν προς το Σύνταγμα. Κρατούν βυζαντινές σημαίες και λαμπάδες. Κατευθύνονται στη «Λαοσύναξη των Αθηνών», που έχει αναγγείλει ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Το ενδιαφέρον μου εξάπτεται. Βγαίνω από την πολυκατοικία και τους ακολουθώ. Φτάνοντας στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, διαπιστώνω έκπληκτος ότι εκτός από λαοσύναξη είναι και λαοθάλασσα. Μυριάδες άνθρωποι κάθε σχεδόν ηλικίας αδημονούν να εμφανιστεί ο προκαθήμενος –τον οποίον αποκαλούν «Εθνάρχη»- και να κηρύξει ιερό πόλεμο για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.
Θυμάμαι κι άλλες φορές το Σύνταγμα κατάμεστο.
Θυμάμαι την 24η Ιουλίου του 1974, όταν τα πλήθη πανηγύριζαν την πτώση της Χούντας και υποδέχονταν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πίστη πως η απόλυτη εθνική καταστροφή θα αποτρεπόταν έστω και στο παραπέντε, πως η πατρίδα θα ξανάβρισκε τον εαυτό της, τη δημοκρατία και την προοπτική που της άξιζε, τα δονούσε. Ήταν μια νύχτα αναστάσιμη.
Θυμάμαι την 14η Ιουνίου του 1987, που ξεχυθήκαμε για να γιορτάσουμε την στέψη της Εθνικής Ελλάδας στο Ευρομπάσκετ. Στην ιδιοφυία του Νίκου Γκάλη, στο ψυχικό μεγαλείο του Παναγιώτη Γιαννάκη και του Αργύρη Καμπούρη όταν ευστόχησε στις ελεύθερες βολές και έκρινε το αποτέλεσμα, αναγνωρίζαμε τους εαυτούς μας. Όχι στατικά αλλά δυναμικά. Όχι ως κατάσταση μα σαν προοπτική. Στην Εθνική Ομάδα Μπάσκετ του 1987 βλέπαμε εκείνο που μπορούσαμε και που έπρεπε όλοι να γίνουμε, ο καθένας στον τομέα του. Ο στίχος «δεν φταίγαν μάγια και κατάρες που δεν κερδίζαμε ποτέ, ήμασταν πάντοτε παιχτάρες μα δεν αλλάζαμε μπαλιές» ερμήνευε την κακοδαιμονία, τη μιζέρια δεκαετιών και σημασιοδοτούσε την υπερβασή της. Ήμασταν πιά πρωταθλητές! Δεν είχαμε κανέναν λόγο να αμφιβάλλουμε ότι έρχονταν νέες εποχές.
Στις 21 Ιουνίου του 2000, στην Πλατεία Συντάγματος, τι έβλεπα να με κυκλώνει; Έναν λαό φοβικό, γραπωμένο από σύμβολα κενά νοήματος – η λέξη «Χριστιανός Ορθόδοξος» επάνω σε ένα καθαρά χρηστικό, δημόσιο έγγραφο! Έναν λαό που ναρκισσεύεται επινοώντας απειλές, βαφτίζοντας εχθρό όποιον δεν του μοιάζει. Μια Ελλάδα η οποία βγαίνει από το καβούκι της μόνο για να καταναλώσει και να εκτονωθεί κι αμέσως ξανακλείνεται στον εαυτό της, θεοποιεί τα τραύματά της και τις εμμονές της, προσκυνά τις συμφορές και τις αυτοκτονίες της. «Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι…» όπως το εκφράζει ο Γιώργος Σεφέρης. Η τσίκνα από το σουβλάκι ανακατευόταν με το λιβάνι, οι μικροπωλητές στη Λαοσύναξη διαλαλούσαν Παναγίτσες-μπρελόκ και πλαστικούς σταυρούς…
Μην περιμένετε, φίλες και φίλοι, να ξεδιπλώσω εμπρός σας άλλες εικόνες. Όλα όσα σήμερα μάς τρομάζουν και όλα όσα μάς εμπνέουν κάποια ελπίδα, όλοι οι εφιάλτες κι όλα τα όνειρά μας ήταν από τότε εκεί. Ήταν ίσως ανέκαθεν εκεί, εδώ, μέσα μας και γύρω μας.
Απ’τους βυζαντινούς καιρούς - ίσως όμως κι ακόμα παλαιότερα, από τους αρχαίους χρόνους, αυτό που λέμε «Γένος των Ελλήνων» (και που η πρώτη καταγραφή του συναντάται στη ραψωδία Β της Ιλιάδας, όπου ο Όμηρος απαριθμεί τις πόλεις που έστειλαν στρατό στην Τροία), απ’την αυγή της Ιστορίας της, η Ελλάδα παλινδρομούσε ανάμεσα σε δύο πόλους: Στον έναν πόλο, θα ζωγράφιζα ένα χερσοχώραφο, που όσο κι αν το καλλιεργήσεις δεν θα σε χορτάσει, που όσο κι αν το περιφράξεις και το θωρακίσεις, πάντοτε θα το εποφθαλμιούν, θα το καταπατούν εξίσου φουκαράδες με εσένα γείτονες. Στον άλλο πόλο, θα ζωγράφιζα ένα καραβάκι, το οποίο ανοίγεται εύδρομο στα πέλαγα κι αφήνει πίσω του, πετάει στα κύματα, όποια σαβούρα το βαραίνει. Όσο υπερασπιζόμαστε το χερσοχώραφο, καταντάμε «πτωχοί πλην έντιμοι», δηλαδή Ψωροκώσταινα. Όποτε ποντάρουμε στο καραβάκι, χτίζουμε ανέλπιστα το θωρηκτό «Αβέρωφ» και απελευθερώνουμε το Αιγαίο.
Εκείνοι που ασκούν ηγεσία -που παίρνουν αποφάσεις γενικότερης ισχύος ή διαμορφώνουν την κοινή γνώμη- είναι σε θέση προφανώς να ξεχωρίσουν την Ελλάδα-χερσοχώραφο από την Ελλάδα-καραβάκι. Το άλλοθι «δεν ήξερα», «αλλιώς τα είχα λογαριάσει», όχι απλώς δεν τους απαλλάσσει μα τους γελοιοποιεί κιόλας στην κρίση της Ιστορίας. Η μόνη ειλικρινής κουβέντα θα ήταν «ήξερα, έβλεπα μα άδραξα τη στιγμή προς το στενό συμφέρον μου». Εκείνοι όμως που ασκούν ηγεσία αλοίμονο εάν προτάσσουν τη στιγμή και το στενό συμφέρον τους! Η ίδια η ζωή θα τους ξεράσει.
Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Το βρίσκω άσκοπο και ανόητο να σας παράσχω απόψε ερμηνευτικά κλειδιά και μπούσουλες. Γνωρίζετε άριστα -από τη κοινή μας εμπειρία κι απ’την προσωπική σας ο καθένας διαδρομή- το ακριβές μας στίγμα στο χάρτη και τις επιλογές οι οποίες μας ανοίγονται. Από εσάς εξαρτάται να λάβετε τις σωστές αποφάσεις και να τις εφαρμόσετε απαρέγκλιτα, ανοίγοντας το δρόμο σε μια νέα γενιά Ελλήνων που έχει στους κόλπους της αγόρια και κορίτσια πιο μορφωμένα, πιο ταξιδεμένα, πιο καινοτόμα και πιο απροκατάλυπτα από ό,τι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Καθήκον σας δεν είναι τόσο το να δημιουργήσετε όσο το να εκμαιεύσετε και να αναδείξετε τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Κλείνοντας, σάς θυμίζω τα εξής:
Το «μαύρο» 1897, την επαύριο τού καταστροφικού πολέμου με τους Τούρκους, η Ελλάδα βρισκόταν στα τάρταρα. Η ίδια της η ύπαρξη κρεμόταν από μια κλωστή. Το 1912 -ύστερα από την αναίμακτη Επανάσταση του 1909 και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου- η Ελλάδα ήταν έτοιμη να επελάσει, να ολοκληρωθεί εθνικά, να αναδειχθεί σε δύναμη ηγεμονική στην περιοχή της.
Το 1922, ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα είχε σχεδόν συντριβεί. Έξι μονάχα χρόνια αργότερα, επετύγχανε τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρο τον κόσμο, μετά από τη Σοβιετική Ένωση και την Ιαπωνία.
Στο χέρι μας είναι, η Ιστορία να επαναληφθεί. Όχι σαν φάρσα. Αλλά σαν συλλογικός μας άθλος.
Ευχαριστώ πολύ. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου